Συνεργασία Ctrl_Space Lab με Δημήτρη Ρότσιο
Υπεύθυνος Μελέτης: Δημήτρης Ρότσιος
Ομάδα Μελέτης: Νίκος Πατσαβός, Γιάννης Λιόφαγος
Οι προαναφερθείσες στρατηγικές επιλογές, σε τακτικό-μεθοδολογικό επίπεδο αποδίδονται από τους παρακάτω άξονες-χαράξεις της πρότασης. Το βασικό συντακτικό της μελέτης προκύπτει ως μια στρατηγική δι-επαφής ανάμεσα σε δύο+1 επίπεδα αναφοράς: α. υφιστάμενες ιδιοκτησίες που ορίζουν τη χάραξη των υποδοχών των κατακόρυφων στοιχείων στήριξης των στεγάστρων και των λοιπών νέων δημόσιων λειτουργικών υποδομών, β1. τα δομικά πλαίσια των οριζόντιων επιπέδων-μονάδων του στεγάστρου τα οποία ακολουθούν πάντοτε τον προσανατολισμό βορράς-νότος αλλά ανταποκρίνονται και στην ανάγκη για τυποποίηση της κατασκευής, β2. τα στοιχεία πλήρωσης των πλαισίων (τεντόπανα με ή χωρίς επιγραφές, καλάμια κ.ά.) όπως αυτά προκύπτουν από την εναλλαγή των χρήσεων και των κατά τόπους χαρακτηριστικών των μονάδων και των υπο-περιοχών του μνημειακού συνόλου.
Υπεύθυνος Μελέτης: Δημήτρης Ρότσιος
Ομάδα Μελέτης: Νίκος Πατσαβός, Γιάννης Λιόφαγος
Ο άνθρωπος, ως συλλογικό ον και ως
ατομικό υποκείμενο, είναι αυτός που προσδίδει συνέχεια και νόημα στον αστικό
χώρο. Αυτό αντιστοιχεί σε μια προσπάθεια
λειτουργίας της νέας αρχιτεκτονικής προσθήκης σε ένα δεύτερο πλάνο με το
χαρακτήρα υπομνηματισμού τόσο της ιστορικής αυταξίας του μνημείου όσο και
της ζωογόνου δράσης του σύγχρονου ανθρώπου σε σχέση με αυτό. Ταυτόχρονα, η ίδια
η φύση, το Κρητικό πέλαγος, αποτελεί
τον τρίτο παράγοντα που, μεσολαβώντας μεταξύ ανθρώπου και μνήμης δύναται να
προσδώσει ένα ακόμα φίλτρο χρονικότητας μέσα από τον τρόπο που αυτή,
αναπόφευκτα, θα συνεχίσει να επιδρά τόσο στην αισθητική όσο και στην υλική
ταυτότητα/φθορά του συνόλου μετά την επέμβαση.
Η πρόταση μετέφρασε τα ζητούμενα του αγωνοθέτη ως ένα κάλεσμα για την αναζήτηση μιας στρατηγικής, ενός μηχανισμού διαχείρισης ad hoc της μεταβαλλόμενης
κατάστασης της περιοχής που θα δύναται να προσαρμόζεται στις πολλαπλές
κυμαινόμενες ανάγκες του δημόσιου χαρακτήρα ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζει την
ανάδειξη και εξυγίανση του μνημειακού συνόλου. Το εν λόγω πλαίσιο χρήζει μιας
νέας στρατηγικής διευθέτησης που θα απέφευγε έναν μονοσήμαντο όσο και έντονο
χαρακτήρα (λογική άστοχη σε μια τόσο πλούσια από πλευράς ενέργειας και
ζωτικότητας περιοχή) αλλά, παράλληλα, θα επιδίωκε τον ανοικτό στην ερμηνεία του
ανα-προγραμματισμό του με έμφαση στη
διασφάλιση μιας ήπιας όσο και πλούσιας διαβάθμισης
των αντιθέσεων (διαμπερείς κινήσεις, στάσεις, δημόσιες και ημι-δημόσιες
χρήσεις εφήμερου ή και επίσημου δημόσιου χαρακτήρα, μνημειακότητα και ‘ζωή’-υπό
την νιτσεϊκή έννοια, κλίμακα μονάδας και συνόλου κ.ά.). Στην αντιφατική
καταρχήν αυτή επιταγή εντοπίζεται και το θεμέλιο της προτεινόμενης
"λύσης".
Η προτεινόμενη εννοιολογική
στρατηγική ενέχει και μια σειρά άλλων 'θέσεων' που προκύπτουν αναλυτικά από την
αρχιτεκτονική ερμηνεία του προβλήματος. Αυτές είναι τα δίπολα: οικονομία/ λιτότητα μέσων - πλούτος
ερεθισμάτων, σαφήνεια στρατηγικής-πολλαπλότητα εφαρμογών, παρουσία-απουσία
(η ισχυρή δηλαδή ταυτότητα της περιοχής σε σχέση με το επιδιωκόμενη από την
πρόταση ελάχιστο ίχνος της νέας κατασκευής). Κοντολογίς, ιδεολογικά η πρόταση επιδιώκει τη μέγιστη
προσαρμοστικότητα μέσα από την υιοθέτηση της ελάχιστης μορφής και των ελάχιστων
μέσων. Μια οιωνεί αόρατη (σε όψη)
δομή έρχεται να παραλάβει-αναπτύξει τη
λειτουργική και μορφολογική 'ανοικτότητα', την πολλαπλότητα και την
πολυπλοκότητα της περιοχής. Το άυλο ενδιάμεσο που αρθρώνει τα 2+1 επίπεδα
σύνταξης δεν είναι άλλο από τη σκιά, την
απτή δηλαδή σκοπιμότητα στην οποία παραπέμπει ένα μελετητικό ερώτημα που
ορίζεται ως η αναζήτηση, πρωταρχικά, ενός συστήματος σκίασης-στέγασης.
Η πρόταση επιχειρεί να συνοψίσει το ιστορικό
βάθος συνεχούς χρήσης της περιοχής
μελέτης και την ανάγκη λειτουργικής και αισθητικής επικαιροποίησης της εν εξελίξει αυτής κατάστασης,
βασιζόμενη στην ακόλουθη εννοιολογική αναγωγή: η δυναμική σχέση μνημείο-άνθρωπος μεθερμηνεύεται σε μια
σχέση ανάμεσα στα σταθερά-δυναμικά
χαρακτηριστικά στοιχεία της περιοχής.Τα σταθερά στοιχεία
ορίζονται ως το ίχνος της ανθρώπινης κατοίκισης στο έδαφος (χαράξεις
ιδιοκτησιών-όπως, άλλωστε απαιτεί και ο αγωνοθέτης) ενώ τα δυναμικά καταρχήν προκύπτουν από την μετεγγραφή των δεδομένων
που ορίζει, σε πρώτο επίπεδο, η φύση
(διαρκώς εναλλασσόμενος προσανατολισμός κατά την κίνηση στον ανατολικό και το
δυτικό μοιχό), και σε δεύτερο η εναλλαγή
της ανθρώπινης δράσης-χρήσης.
Οι προαναφερθείσες στρατηγικές επιλογές, σε τακτικό-μεθοδολογικό επίπεδο αποδίδονται από τους παρακάτω άξονες-χαράξεις της πρότασης. Το βασικό συντακτικό της μελέτης προκύπτει ως μια στρατηγική δι-επαφής ανάμεσα σε δύο+1 επίπεδα αναφοράς: α. υφιστάμενες ιδιοκτησίες που ορίζουν τη χάραξη των υποδοχών των κατακόρυφων στοιχείων στήριξης των στεγάστρων και των λοιπών νέων δημόσιων λειτουργικών υποδομών, β1. τα δομικά πλαίσια των οριζόντιων επιπέδων-μονάδων του στεγάστρου τα οποία ακολουθούν πάντοτε τον προσανατολισμό βορράς-νότος αλλά ανταποκρίνονται και στην ανάγκη για τυποποίηση της κατασκευής, β2. τα στοιχεία πλήρωσης των πλαισίων (τεντόπανα με ή χωρίς επιγραφές, καλάμια κ.ά.) όπως αυτά προκύπτουν από την εναλλαγή των χρήσεων και των κατά τόπους χαρακτηριστικών των μονάδων και των υπο-περιοχών του μνημειακού συνόλου.
Καταρχήν, στο επίπεδο της κάτοψης (επίπεδο που ορίζει ίσως και τη
σημαντικότερη διάσταση ενός ανοικτού δημόσιου χώρου αλλά και περιγράφει
συνοπτικά την πρόταση ως μια ‘επεξεργασία
δαπέδου’), το ζήτημα τίθεται ως ένας χειρισμός που συνδυάζει τα λανθάνοντα
ίχνη των υφιστάμενων ιδιοκτησιών από τη μια και τα δίπολα 'κίνηση-στάση'/
'ελεύθερος-στεγασμένος' χώρος από την άλλη.
Κατά δεύτερο λόγο, την τρίτη διάσταση, η
προέκταση των ορίων των ιδιοκτησιών έρχονται να ενεργοποιήσουν ένα συνθετικό
μηχανισμό που εξελίσσεται καθ' ύψος με αυτά ως πυρήνα (παρόντα ως 'οπές'-κέντρα της καθ' ύψος χάραξης)
και ξεδιπλώνει μια σειρά δυνατοτήτων σε λειτουργικό επίπεδο για χώρους
ανοικτούς στην ερμηνεία μέσα από την πολλαπλότητα
των πιθανών χρήσεών τους ως μια διαδικασία ενεργοποίησης και
ανασημασιοδότησης της χωρικής δομής σε
διάφορες κλίμακες.
Τα δύο αυτά συστήματα συνδέονται μεταξύ τους από μια διάθεση ταυτόχρονης
αναφοράς της περιοχής μελέτης προς τη θάλασσα και τον προσανατολισμό (θεά και
σκιά), αφενός αποφεύγοντας τα οπτικό φράγματα, αφετέρου μέσω ενός μη κανονικού καννάβου προσανατολισμένου προς τη θαλάσσιο
μέτωπο της πόλης προς το Βορρά, καννάβου που ορίζει και την πιθανή χάραξη
των νέων φωτιστικών υποδομών με έναν τρόπο αφαιρετικό όσο και σαφή, αναδεικνύοντας τις άλλες δύο χαράξεις
συσχετιζόμενος μαζί τους ως ένα καθοριστικό στοιχείο που ανήκει σε μια άλλη-διακριτή
γεωμετρική τάξη. Η τέταρτη διάσταση, εκείνη του χρόνου, είναι στην ουσία αυτή που
θα προκύπτει συνεχώς μέσα από τη συμμετοχή
των ίδιων των πολιτών στην παραγωγή του
νοήματος του χώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Comments will be moderated before being published. Thank you!