Ένα κτίριο κατοικίας με
χαρακτηριστικά κύρους που δε
λειτούργησε ποτέ ως ένα.
Το πρόβλημα εντοπίζεται τόσο σε επίπεδο χωρικό
(πολυδιάσπαση χωρικών ενοτήτων και επάλληλες προσθήκες) όσο και προγραμματικό. Η
οικογένεια-ένοικοι του κτιρίου ταυτίζονται μαζί του αλλά αναζητούν ένα σενάριο επανακατοίκησης που
θα καταλάβει το σύνολο του διαθέσιμου χώρου καλύπτοντας, ταυτόχρονα, τις μεταβαλλόμενες
ανάγκες τους
στο μέλλον (ορίζοντας εικοσαετίας).
Χωρικά, το κέλυφος διακρίνεται από
τη φαινομενική του ακαμψία.
Φαίνεται να αντιστέκεται στη διάθεση μεταβολής.
Προσεκτικότερη παρατήρηση
αποκαλύπτει μια σειρά από δυνητικά (κλεισμένα παλιά ή πιθανά νέα) ανοίγματα.
Ταυτόχρονα, υφίσταται η συνθήκη μελλοντικής ενίσχυσης της κατακόρυφης
σύνδεσης των
υφιστάμενων διαμερισμάτων.
Η πρόταση εκκινεί από μια στρατηγική
θεώρηση που
εντάσσει το μεμονωμένο-το συγκεκριμένο κτίριο σε μια οιωνεί
παγκόσμια οπτική.
Η αναδυόμενη αγορά κατοικίας p2p
economy προσδίδει
τη δυνατότητα δυναμικού εμπλουτισμού του
προγράμματός του
και άμεσης έναρξης μιας διαδικασίας
σταδιακής ενεργοποίησης και υλοποίησης της
μελλοντικής ‘τελικής’ (;) συνθήκης του. Βασικό εργαλείο για την ικανοποίηση των προϋποθέσεων
λειτουργίας των τριών φάσεων είναι η θέσπιση, κάθε φορά, ενός ανάλογου «κοινόχρηστου»
χώρου, ο οποίος παραμένει ιδιωτικός αλλά διανοίγεται προγραμματικά προς τη
σφαίρα του δημόσιου. Είναι ο χώρος όπου οι επιμέρους ετερότητες των χρηστών
μπορούν να πλαισιωθούν κοινωνικά και
όπου η διαμονή μπορεί να γίνει διημέρευση. Το χολ γίνεται δρόμος το δωμάτιο
γίνεται σπίτι και το σαλόνι γίνεται πλατεία. Αυτή ίσως είναι και η πιο
δημιουργική ειρωνεία της… νέο-καπιταλιστικής δικτυακής συνθήκης της "bottoms up" peer to peer economy, όπου μέσα
από την «αξιοποίηση των δυνατοτήτων» του ιδιωτικού προκύπτει, ως προϋπόθεση και
ως παράγωγο, η αναγκαστική παραδοχή της αναγκαιότητας του «κοινού».
Η κρίση θέτει τέλος στις δομικές συνιστώσες του ‘οίκου’ ως χώρου
πολιτικού και κοινωνικού. Διανύουμε μια περίοδο « μη κανονική» στην οποία ο
ρόλος και τα εργαλεία του ειδικού ακυρώνονται στην πράξη και ο κάτοικος αναζητά
αυτό που, ενδεχομένως, αδυνατεί να προσδιορίσει. Ο αρχιτέκτονας καλείται να
αναδιατυπώσει το πρόβλημα μεταθέτοντάς
το σε ένα νέο ορίζοντα. Κινήσεις ‘μικρές΄ αποδεσμεύονται από τους
περιορισμούς ενός design με αναφορά αποκλειστικά στον εαυτό του και το σημειακό πεδίο εγγραφής
του και επιστρέφουν στην καίρια ανάγκη όλων για μια θεώρηση στρατηγική που
αναδιατάσσει όλα τα στοιχεία με βάση τις πολλαπλάσιες δυνητικές τους
διαστάσεις. Κάθε στρατηγική οφείλει να εντοπίζεται χωρικά και χρονικά και να
χρησιμοποιεί με οικονομία, κριτικά και ρεαλιστικά, όλους της τους πόρους. Η
διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι, σε τρίτο χρόνο, η αλόγιστη επέκταση του
διεθνούς στο τοπικό πλαίσιο τείνει να στρέφεται ενάντιά του. Απαιτείται λοιπόν
ένας σαφής σκοπός (που παραμένει στο επίπεδο της οικογένειας και της γειτονιάς)
και ένας χρονικός άξονας ανάπτυξης της στρατηγικής που εμπεριέχει τον κατάλληλο
μηχανισμό απεμπλοκής, όταν τα τοπικά οφέλη θα έχουν φτάσει στον μέγιστο βαθμό
απόδοσης .
Η
αρχιτεκτονική αναλαμβάνει ξανά το στρατηγικό της ρόλο.